ὀρυκτρίς

ὀρυκτρίς
ὀρυκ-τρίς, ίδος, fem. of
A

ὀρυκτήρ, χελώνη Ath.Mech.19.3

, Tz.H.11.609.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ορυκτρίς — ὀρυκτρίς, ίδος, ἡ (ΑΜ) βλ. ὀρυκτήρ …   Dictionary of Greek

  • ὀρυκτρίδας — ὀρυκτρίς fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρυκτρίδος — ὀρυκτρίς fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρυκτρίδων — ὀρυκτρίς fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκίδα — η (AM δοκίς) [δοκός] μικρό δοκάρι νεοελλ. 1. γυμναστικό όργανο για αναρρίχηση 2. οριζόντιο ξύλινο κομμάτι που αποτελεί μέρος τού πλαισίου μιας ξύλινης κατασκευής ή υποστήριγμα σανιδώματος ή πλακόστρωτου 3. ξύλινο ή μεταλλικό στέλεχος, κάθετο προς …   Dictionary of Greek

  • ορυκτήρ — ὀρυκτήρ, ῆρος, ὁ, Μ θηλ. ὀρυκτρίς (Α) εργάτης ορυχείου, μεταλλωρύχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρύσσω + επίθημα τήρ / τρίς (πρβλ. πρακ τήρ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”